-
1 faturalama
έκδοση τιμολογίου. -
2 kitapçılık
έκδοση βιβλίων -
3 nesir
έκδοση -
4 yayım
έκδοση, δημοσίευση -
5 yayımlanma
έκδοση, εκπομπή -
6 yayın
έκδοση, δημοσίευση, δημοσίευμα -
7 yayınlama
έκδοση, δημοσίευση, εκπομπή -
8 extradition
έκδοση -
9 выпуск
выпуск м 1) (продукции ) η παραγωγή 2) (в свет) η έκδο ση \выпуск марок η έκδοση γραμματοσήμων 3) (часть издания ) το τεύχος экстренный \выпуск η έκτακτη έκδοση 4) (учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη* * *м1) ( продукции) η παραγωγή2) ( в свет) η έκδοσηвы́пуск ма́рок — η έκδοση γραμματοσήμων
3) ( часть издания) το τεύχοςэ́кстренный вы́пуск — η έκτακτη έκδοση
4) ( учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη -
10 издание
издание с (действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση η δημοσίευση (опубликование) второе \издание (книги) η δεύτερη έκδοση ( βιβλίου)* * *с(действие, тж. изданное) η έκδοση; η εκτύπωση; η δημοσίευση ( опубликование)второ́е изда́ние (кни́ги) — η δεύτερη έκδοση (βιβλίου)
-
11 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
12 вексель
το (χρεωστικό) γραμμάτι/ο, η χρεωστική συναλλαγματικήплатить - ями πληρώνωμε επιταγές/γραμμάτια-, срок платежа по которому наступает через...месяцев -, πληρωμή του οποίουαρχίζει μετά από...μήνεςавансовый - (банк.) το τραπεζικό δάνιο για εκτέλεσηέργου-акцептованный торговый - η τρα-βηκτική, συνοδεύουσα τα φορτωτικά έγγραφαкоммерческий - η εμπορική συναλλαγματική (σχετική με τη φόρτωση εμπορευμάτων)-переводный - см. траттапередаваемый - см. оборотный --погашаемый золотом -, η πληρωμή/εξαργύρωσητου οποίου γίνεται σε χρυσό-подлежащийоплате - για/προς πληρωμή/εξαργύρωσηпредъявительский -, πληρωτέο με την εμφάνιση τουсрочный - (с оплатой черезопределённый срок после предъявления) - που εξαργυρώνεται μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση τουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вексель
-
13 виза
η άδει/α εισόδου (στη χώρα), η βίζα (ξεν.)транзитная - διέλευσης, τράνζιτ - (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза
-
14 печать
1. (средство массовой информации) о τύποςвыйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαιнаходиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοσηпоступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωσηглубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать
-
15 выдача
выдача ж 1) η χορήγηση η διανομή (раздача )' η πλη ρωμή (выплата ) 2) (преступ ника ) η έκδοση* * *ж2) ( преступника) η έκδοση -
16 новинка
новинка ж о νεωτερισμός· η πρωτοφανής έκδοση (о книге)* * *жο νεωτερισμός; η πρωτοφανής έκδοση ( о книге) -
17 экстренный
экстренный επείγων (срочный)· έκτακτος (особый)· \экстренныйвыпуск η έκτακτη έκδοση* * *э́кстренный вы́пуск — έκτακτη έκδοση
-
18 выпуск
выпускм1. βκ. ἡ ἔκδοση (денег, акций, займа и т. п.)Ι ἡ παραγωγή (товаров, предметов производства):экстренный \выпуск последних известий ἔκτακτη Εκδοση τῶν τελευταίων είδἡσεων·2. (часть издания) τό τεῦχος:словарь издается \выпусками τό λεξικό ἐκδίδεται κατά τεύχη·3. (учащихся) ἡ τάξη τελειοφοίτων, ἀποφοίτων:прошлогодний \выпуск был очень хороший ἡ περσινή τάξη τῶν τελειοφοίτων ήταν πολύ κάλή· на этой фотографии \выпуск наш \выпуск στή φωτογραφία εἶναι ἡ τάξη μας ὀταν ἀποφοιτούσαμε. -
19 публикация
публикацияж1. (действие) ἡ δημο-σίευση [-ις], ἡ ἐκδοση:\публикация книги ἡ ἐκδοση βιβλίου· \публикация статьи ἡ δημοσίευση ἄρθρου·2. (объявление) ἡ ἀγγελία, ἡ είδοποίηση[-ις], τό δημοσίευμα:\публикация в газете ἀγγελία στίς ἐφημερίδες. -
20 выдача
-и θ.1. χορήγηση, δόσιμο, πληρωμή. || παράδοση, έκδοση.2. αποκάλυψη, φανέρωση•προδοσία.3. εξαγωγή, βγάλσιμο.4. έκδοση (βιβλίου, έργου).
См. также в других словарях:
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
έκδοση — η 1. η σύλληψη και παράδοση αλλοδαπού εγκληματία στις καταδιωκτικές αρχές της πατρίδας του: Έγινε η έκδοση στη Γαλλία του μεγάλου Γάλλου καταχραστή. 2. εκτύπωση και δημοσίευση έργου (βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) καθώς και το σύνολο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχειοφόρο δάνειο — Έκδοση ομολογιών δανείου σε συνδυασμό με λαχείο. Τα λ.δ. συνάπτονται σε εποχές και σε χώρες που η προθυμία του κοινού για εγγραφή στα δημόσια δάνεια δεν είναι μεγάλη. Έτσι, η παροχή λαχείου αποτελεί κίνητρο για την κάλυψη των δημόσιων δανείων. Βλ … Dictionary of Greek
Отдельная дивизия (Греция) — Офицеры Отдельной дивизии. Отдельная дивизия или Независимая дивизия ( … Википедия
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Эниан, Димитриос — Димитриос Эниан В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Эниан. Димитриос Эниан (греч … Википедия
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek